- θεοσεβῶς
- θεοσεβήςfearing Godadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοσεβής — ές (AM θεοσεβής, ές) 1. αυτός που σέβεται τον θεό ή τους θεούς 2. το ουδ. ως ουσ. το θεοσεβές η ευσέβεια νεοελλ. (υπερθ.) θεοσεβέστατος τίτλος προσφώνησης αρχιμανδριτών. επίρρ... θεοσεβώς (Α θεοσεβῶς) κατά τρόπο θεοσεβή, ευσεβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
благочьстивьнѣ — (1*) нар. Благочестиво, богобоязненно: мене стр(с)тьнаго дѣлающа и бл҃гочтивнѣ ходѩща ||=и ч(с)тна пре(д) г(с)мъ (ϑεοσεβῶς) ФСт XIV, 3а б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
богочьстивьно — (1*) нар. Почитая бога, благочестиво: Арсении же, поѥмъ Аркадь˫а и Ѡнорь˫а, вожаше ѥю б҃оч(с)тiвно, оуча ѥю всеи премоудрости бж(с)твьнѣи (ϑεοσεβῶς) ГА XIII XIV, 241г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συνεπηχώ — έω, Α 1. ψάλλω μαζί ή από κοινού με άλλον, συνοδεύω κάποιον που τραγουδάει («ἐξήρχεν αὐτὸς παιᾱνα... oἱ δὲ θεοσεβῶς... συνεπήχησαν μεγάλῃ τῇ φωνῇ», Ξεν.) 2. μτφ. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αντιστοιχία με κάποιον ή με κάτι 3. αντηχώ, αντιλαλώ («ὁ… … Dictionary of Greek
συρτός — Ελληνικός χορός, αρχαίας προέλευσης που υπάρχει και σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, ενώ τα βήματά του βρίσκονται στους περισσότερους ελληνικούς χορούς, έτσι ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως βάση τους. Το ύφος, η μελωδία και τα βήματα ακόμα των διάφορων … Dictionary of Greek